-
1 χιλός
A green fodder for cattle, esp. for horses and beasts of burden, forage, provender, Hdt.4.140, X.An.1.9.27; τὰ δὲ κτήνη πάντα χιλῷ ἔνδον ἐτρέφοντο ib.4.5.25; of soldiers, forage,Id.
Cyr.6.3.5; πρὸς χ. διατελέσαι (sc. τὴν ὁδόν ) complete a stage for forage, Id.An.1.5.7; ἵπποις χ. ἐμβαλεῖν, παραβάλλεσθαι ([voice] Pass.), Plu.Eum.9, 2.678a;ξηρὸς χ.
hay,X.
An.4.5.33.2 later, pasturage, Babr. l.c.
См. также в других словарях:
χιλός — και χειλός, ό, και κατά τον Ησύχ. χιλόν, τὸ, Α 1. χλωρή τροφή για υποζύγια («τὰ δὲ κτήνη πάντα χιλῷ ἔνδον ἐτρέφοντο», Ξεν.) 2. νομή, βοσκή 3. (σε συνεκφορά με το ξηρός) σανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τα: τσεχ. žir «θρέψη,… … Dictionary of Greek